Русско-новогреческий словарь - при
Перевод с русского языка при на греческий
предлог с предл. п.
1. (около, возле) δίπλα, κοντά, πλησίον, παρά:
~ входе δίπλα στήν είσοδο· сад ~ Доме κήπος δίπλα στό σπίτι· битва ~ Бородине ἡ μάχη τοῦ Μποροντινό·
2. (в ведении, в подчинении) παρά, σέ:
ресторан ~ гостинице ἐστιατόριο στό ξενοδοχείο· ясли ~ заводе ὁ βρεφικός σταθμός τοῦ ἐργοστασίου· находиться ~ штабе εὐρίσκομαι στό ἐπιτελείο·
3. (с собой) ἐπάνω μου, μαζί μου:
иметь ~ себе оружие ἔχω ἐπάνω μου ὅπλο· у меня нет ~ себе денег δέν ἔχω μαζί μου χρήματα·
4. (при обозначении условий, обстановки, сопутствующего обстоятельства) μέ / κατά (во время чего-л.) / σέ περίπτωση πού... (в случае чего-л.):
~ выходе κατά τήν ἔξοδον ~ переходе через улицу κατά τήν διάβασαν τοῦ δρόμου, διασχίζοντας τόν δρόμο· ~ пожаре σέ περίπτωση πυρ-καιᾶς· ~ таких обстоятельствах σέ τέ· τοιες συνθήκες, ὑπό τοιαύτας συνθήκας· ~ таком здоровье μέ τέτοια ὑγεία{ν}· ~ электричестве μέ ἡλεκτρικό φως· ~ дневном свете στό φῶς τής ἡμέρας· ~ помощи μέ τήν βοήθεια· ~ условии ὑπό τόν ὅρον
5. (в присутствии) μπροστά σέ, ἐνώπιον, ἐπί παρουσία:
~ детях μπροστά στά παιδιά· ~ свидетелях μπροστά σέ μάρτυρες, ἐνώπιον μαρτύρων
6. (при наличии, несмотря на) παρά, παρ· ὅλο πού:
~ всех его способностях παρ· ὅλες τίς Ικανότητες πού ἔχει· ~ всем его уме μ'ὅλη τήν ἐξυπνάδα του· ~ всем желании παρ' ὅλην τήν ἐπιθυμία μου· ~ всем том παρ· ὅλο πού·
7. (в эпоху, во времена) ἐπί, στήν ἐποχή, στά χρόνια:
~ Иване Грозном ἐπί (или στήν ἐποχή) τοῦ Ίβάν τοῦ Τρομεροὔ· ~ его жизни ὅταν ζοῦσε· ◊ быть при смерти εἶμαι ἐτοιμοθάνατος, πνέω τά λοίσθια· жнть ~ родителях ζῶ μέ τους γονείς μου· я не ~ деньгах δεν ἔχω τώρα χρήματα, εἶμαι ἀπένταρος· прилагая ~ сем... συνημμένως...